- ήνοψ
- ἦνοψ, ὁ, ἡ (Α)αυτός που λάμπει, λαμπρός («ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *Fήν-οψ, με ανερμήνευτο το *Fηv-. Η κατάληξη -οψ < οψ «όψη», πρβλ. αίθ-οψ, νώροψ κ.ά. με παρεμφερή σημασία με το ήνοψ. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει συνήθως τα: χαλκός, ουρανός, πυρ,-ός. Σύμφωνα με τη γλώσσα τού Ησύχ. επίσης: ἤνοπαλαμπρόν, πάνυ ἔνηχον, διαφανῆ).
Dictionary of Greek. 2013.